ταχύγηροι

ταχύγηροι
ταχύγηρος
soon becoming decrepit
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταχύγηρος — ον, Α αυτός που γηράζει γρήγορα ή αυτός που έχει πρόωρα γηράσει («ταχύγηροι περὶ τὴν κεφαλήν» αυτοί που τα μαλλιά τους άσπρισαν πρόωρα, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γηρος (< γῆρας, τό), πρβλ. ὑπέρ γηρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”